- καθηγητήρ
- καθ-ηγητήρ, ῆρος, ὁ, der Führer, Anführer
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καθηγητήρ — καθηγητήρ, ῆρος, θηλ. καθηγήτειρα, δωρ. τ. καθαγητήρ (Α) [καθηγούμαι] 1. οδηγός 2. διδάσκαλος, καθηγητής 3. ηγούμενος μοναστηριού … Dictionary of Greek
καθηγητῆρα — καθηγητήρ guide masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαγητήρ — καθαγητήρ, ὁ (Α) (δωρ. τ. αντί καθηγητήρ) αρχηγός, ηγέτης … Dictionary of Greek